- ισόγαιος
- ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεωςστο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -γαιος (< γαῑα), πρβλ. μεσό-γαιος, φιλό-γαιος].
Dictionary of Greek. 2013.